- μελισσοκομείο
- τοτο μέρος όπου βρίσκονται πολλές κυψέλες, ο μελισσώνας, το μελισσοτροφείο, τα μελίσσια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μελισσοκομείο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 365 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παγγαίου του νομού Καβάλας. Βρίσκεται σε απόσταση 27 χλμ. ΝΔ της Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πιερέων. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. * * * το (ΑM… … Dictionary of Greek
-κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… … Dictionary of Greek
μελισσαίος — Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται και ως Μελισσεύς. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν βασιλιάς της Κρήτης και πατέρας της Αμάλθειας και της Μέλισσας. Οι κόρες του ανέθρεψαν με γάλα και μέλι το νεογέννητο παιδί του Κρόνου και της Ρέας, τον Δία, γι’ αυτό… … Dictionary of Greek
μελισσαριό — το (Α μελισσάριον) [μέλισσα] τόπος όπου είναι εγκατεστημένα μελίσσια, μελισσοκομείο, μελισσουργείο, μελισσομάντρι, μελισσώνας («καὶ ἰδοὺ μελισσάριον ἐν τῷ σώματι τοῡ λέοντος καὶ μέλι ἧν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. αριό (μέσω ενός… … Dictionary of Greek
μελισσομάντρι — το μελισσόκηπος, μελισσοκομείο, μελισσουργείο … Dictionary of Greek
μελισσοτροφείο — το [μελισσοτρόφος] τόπος όπου εκτρέφονται μέλισσες, μελισσουργείο, μελισσοκομείο, μελισσώνας … Dictionary of Greek
μελισσουργείο — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 111 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται σε απόσταση 23 χλμ. ΒΑ του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορυσσών. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 68 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου… … Dictionary of Greek
μελισσώνας — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 36 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται σε απόσταση 125 χλμ. ΝΑ της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαρμαρίου του νομού Ευβοίας. * * * ο, και μελισσώνα, η (ΑM μελισσών, ῶνος, Α αττ. τ. μελιττών, Μ και μελισσώνας … Dictionary of Greek
μελισσομάντρι — το ιού, μέρος περιφραγμένο με κυψέλες, το μελισσοκομείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μελισσοτροφείο — το το μελισσοκομείο, το μελισσοτόπι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)